παραναλισκω

παραναλισκω
    παραναλίσκω
    παρ-ανᾱλίσκω
    (fut. παραναλώσω; aor. pass. παραναλώθην)
    1) расходовать зря, расточать
    

(ἐκ τῶν ἰδίων εἰς οὐδὲν δέον Dem.)

    2) приносить в жертву, губить (sc. ἄνδρα ἄριστον Plut.)

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "παραναλισκω" в других словарях:

  • παραναλίσκω — παρανᾱλίσκω , παραναλίσκω spend amiss pres subj act 1st sg παρανᾱλίσκω , παραναλίσκω spend amiss pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραναλίσκω — ή παραναλόω Α 1. δαπανώ, ξοδεύω περισσότερα από όσο πρέπει, σπαταλώ, ασωτεύω 2. καταστρέφω, αφανίζω 3. παθ. παραναλίσκομαι (για πρόσ.) θυσιάζομαι άδικα, ανώφελα 4. (η μτχ. αρσ. μέσ. ενεστ. και μέσ. παρακμ.) παραναλούμενος και παραναλωμένος… …   Dictionary of Greek

  • παραναλίσκετ' — παρανᾱ̱λίσκετο , παραναλίσκω spend amiss imperf ind mp 3rd sg (doric aeolic) παρανᾱ̱λίσκετε , παραναλίσκω spend amiss imperf ind act 2nd pl (doric aeolic) παρανᾱλίσκετε , παραναλίσκω spend amiss pres imperat act 2nd pl παρανᾱλίσκετε ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρανηλώμεθα — παρανη̱λώμεθα , παραναλίσκω spend amiss imperf ind mp 1st pl (attic epic doric ionic aeolic) παρανη̱λώμεθα , παραναλίσκω spend amiss plup ind mp 1st pl παρανη̱λώμεθα , παραναλίσκω spend amiss perf ind mp 1st pl παρανη̱λώμεθα , παραναλίσκω spend… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραναλίσκομεν — παρανᾱ̱λίσκομεν , παραναλίσκω spend amiss imperf ind act 1st pl (doric aeolic) παρανᾱλίσκομεν , παραναλίσκω spend amiss pres ind act 1st pl παρανᾱλίσκομεν , παραναλίσκω spend amiss imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραναλώσει — παρανᾱλώσει , παραναλίσκω spend amiss aor subj act 3rd sg (epic) παρανᾱλώσει , παραναλίσκω spend amiss fut ind mid 2nd sg παρανᾱλώσει , παραναλίσκω spend amiss fut ind act 3rd sg παραναλόω spend amiss aor subj act 3rd sg (epic) παραναλόω spend …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραναλώσῃ — παρανᾱλώσῃ , παραναλίσκω spend amiss aor subj mid 2nd sg παρανᾱλώσῃ , παραναλίσκω spend amiss aor subj act 3rd sg παρανᾱλώσῃ , παραναλίσκω spend amiss fut ind mid 2nd sg παραναλόω spend amiss aor subj mid 2nd sg παραναλόω spend amiss aor subj… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραναλισκόντων — παρανᾱλισκόντων , παραναλίσκω spend amiss pres part act masc/neut gen pl παρανᾱλισκόντων , παραναλίσκω spend amiss pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραναλίσκει — παρανᾱλίσκει , παραναλίσκω spend amiss pres ind mp 2nd sg παρανᾱλίσκει , παραναλίσκω spend amiss pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραναλίσκοντα — παρανᾱλίσκοντα , παραναλίσκω spend amiss pres part act neut nom/voc/acc pl παρανᾱλίσκοντα , παραναλίσκω spend amiss pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραναλῶσθαι — παρανᾱλῶσθαι , παραναλίσκω spend amiss pres inf mp (doric aeolic) παρανᾱλῶσθαι , παραναλίσκω spend amiss perf inf mp παραναλόω spend amiss pres inf mp (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»